- προήγηση
- η / προήγησις, -ήσεως, ΝΑ [προηγοῡμαι]το να προπορεύεται κάποιος, το προβάδισμανεοελλ.μουσ. αρμονικό σύμπτωμα κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι φθόγγοι που ανήκουν στην επόμενη συγχορδία σπεύδουν να τήν προαναγγείλουν ενώ υπάρχει ακόμη το κλίμα τής συγχορδίας που ηχείαρχ.1. επιτολή αστέρα2. επαύξηση, επέκταση.
Dictionary of Greek. 2013.